δυσαντοφθάλμητος

δυσαντοφθάλμητος
δυσαντοφθάλμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα περιφρονείται ή απορρίπτεται («δοκούσης αὐτῆς [τής δωρεάς] ἔχειν τι δυσαντοφθάλμητον διὰ τὸ πλῆθος τῶν προτεινομένων χρημάτων», Πολύβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δυσαντοφθάλμητον — δυσαντοφθάλμητος hard to resist masc/fem acc sg δυσαντοφθάλμητος hard to resist neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”